ικετευμα

ικετευμα
    ἱκέτευμα
    -ατος τό просьба, мольба
    

(μέγιστον Thuc., ἀπαραίτητον Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ικετευμα" в других словарях:

  • ικέτευμα — ἱκέτευμα, τὸ (Α) [ικετεύω] τρόπος ικεσίας, δεήσεως …   Dictionary of Greek

  • ἱκέτευμα — mode of supplication neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετευμάτων — ἱκέτευμα mode of supplication neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»